- εμπνευματώ
- (ο ) μετ. мед. инсуфлировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπνευματώ — ( όω) (Α ἐμπνευματῶ) 1. εμφυσώ, γεμίζω αέρα 2. προκαλώ εμφύσημα αρχ. 1. παθ. (για πλοίο) ωθούμαι από τον αέρα 2. παθ. γίνομαι ασθματικός 3. εμπνέομαι από τον θεό … Dictionary of Greek